Χαράδρα Κουβαρά

Previous Next

Χαράδρα Κουβαρά

Αξιολόγηση Χρήστη: 0 / 5

Αστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια Ανενεργά
 

H KYPIOTHTA THΣ XAPAΔPAΣ

Η χαράδρα του Κουβαρά μέχρι το 1930 ανήκε κατά νομή και κυριότητα στην Κοινότητα Δολού με όριο το Φρύδι – Φρύδι από το Ξυλογιόφυρο ως τους Μύλους. Η εποχή εκείνη (1930-1932) ήταν εποχή ανακατατάξεως και ρυθμίσεως των διοικητικών ορίων των Κοινοτήτων Πωγωνιού. (Οι μεγάλες κοινότητες προσπαθούν να αρπάξουν ότι μπορούν από τις μικρές). Και η κοινότητα Πωγωνιανής εγείρει αξιώσεις κυριότητος και νομής επί της δεξιάς – δυτικής πλευράς της χαράδρας (προσηλιακή και υπώνεμη περιοχή κατάλληλη και ευνοϊκή για βόσκηση τους χειμωνιάτικους μήνες, που το χιόνι σκεπάζει τον τόπο) και προτείνει όριο την κοίτη του ποταμού Κουβαρά. Και για να επιτύχει το σκοπό της ευκολότερα, προβάλλει αξιώσεις στην παραποτάμια καλλιεργήσιμη περιοχή, Σιέχη κάτω από τις περιοχές Ικάσκ – Αμαλή. Εκμεταλλεύεται το τούρκικο όνομα και την κυριότητα αγρών από Τούρκους, γιατί στην Πωγωνιανή κυριαρχούσε το τούρκικο στοιχείο σε κτήματα. Αλλά ίσως και τα συμφέροντα των κτηνοτρόφων Δολού – της εποχής εκείνης για την παραποτάμια περιοχή «Σιέχη» κατακυρώνουν ως όριο των δύο κοινοτήτων την Κοίτη του Κουβαρά. Η αγαθή προαίρεση της Κοινότητος Δολού για τη διατήρηση φιλικών σχέσεων με τις όμορες Κοινότητες δεν επέτρεψε παλαιότερα και ούτε και τώρα επιτρέπουν ν΄ ανοίξουμε παλιές πληγές και να ζητήσουμε την αναψηλάφιση της σχετικής αποφάσεως για ασήμαντα εδαφικά και οικονομικά οφέλη, αφού η περιοχή Δολού είναι υπεραρκετή για τις ανάγκες των κτηνοτρόφων μας.


OPIOΘETHΣH THΣ XAPAΔPAΣ

"Κουβαράς" :

1. O κατασκευαστής κουβαριών.

2. Περιώνυμος δέσμη ιστορικών χειρογράφων.

3. Τοπωνύμιον. (Μέγα λεξικό της ελληνικής γλώσσας) Δημ. Δημητράκου. Τόμος Ε΄ σελ. 4076.

4. Οικογενειακό όνομα.

Μ΄ αυτές τις 4 σημασίες συναντούμε τη λέξη «Κουβαράς». Η πρώτη αναφέρεται σε ένα επάγγελμα.Σχετικά με τη δεύτερη «δέσμη ιστορικών χειρογράφων του περασμένου αιώνα» ο ιστορικός της εποχής Ιωάν. Λαμπρίδης στο βιβλίο του «Ηπειρωτικά Μελετήματα» - περιγραφή της πόλεως Ιωαννίνων στη σελίδα 65 γράφει : Στις 20 Αυγούστου 1820 η πλούσια βιβλιοθήκη της Καπλανείου Σχολής Ιωαννίνων εγένετο παρανάλωμα του πυρός ως και η ιδιωτική βιβλιοθήκη των αδελφών Μπαλάνων, περιέχουσα και πλείστα τα χειρόγραφα εν οις και τον «Κουβαράν». Σχετικά με την τρίτη σημασία «Κουβαράς τοπωνύμιο».Α). Ο ίδιος Ιωάν. Λαμπρίδης στα Ηπειρωτικά Μελετήματα - Πωγωνιακά (1889) σελ. 15 γράφει : Το ποτάμι της Βοστίνας το ανατολικότερον τούτο των παραποτάμων του Δρίνου διαρρέουν το μεταξύ των ορέων Δελβινακίου και Βοστίνης λεκανοπεδίου διέρχεται την Β. Δ. Δολού χαράδραν «Κουβαράν» μήκους 3 μιλίων και διανέμει την λεωφόρον Αργυροκάστρου.Β).

Ο Ευάγγελος Π. Παγούνης (1860-1918) στο βιβλίου του «Στοιχειώδης Γεωγραφία» προς χρήσιν της Γ΄ και Δ΄ τάξεως των Αστικών Σχολείων (εκδοθείσαν εν Κων/πόλει 1902, αδεία του Υπουργείου Δημοσίας Εκπαιδεύσεως (Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) Τύποις «Εφημερίδος των Κυρίων» για μια καλύτερη εξέταση του κεφαλαίου περί της Υποδιοικήσεως Παλαιάς Πωγωνιανής (Πωγωνίου) το κατανέμει σε 4 τοπογραφικούς χώρους, σε 4 λεκανοπέδια με βάση τα ομώνυμα ποτάμια : Λεκανοπέδιο Γορμού,Το λεκανοπέδιο Κουβαρά, Το λεκανοπέδιο Σωπικής και Το λεκανοπέδιο Γυφτοποτάμου και γράφει :

"Το Λεκανοπέδιον Κουβαρά, όπερ ευρίσκεται εις το μέσον του Πωγωνίου, σχηματίζεται από το Μπόζοβον, όρος Βοστίνης και από την οροσειράν του Kουτσιόκρανου (Αγίου Χριστοφόρου ) και προς βορράν υψούται η υψικάρινος Νεμέρτσκα.Ο Κουβαράς (ποταμός) πηγάζει από τας υπωρείας της Νεμέρτσικας και διερχόμενος ίδιον χάσμα «Κουβαράς» ονομαζόμενον μεταξύ Δολού και Βοστίνης χύνεται εις τον Δρίνον (ποταμόν Δροπόλεως), όστις πάλιν χύνεται εις τον Αώον παρά το Τεπελένιον, αφού παραλάβει τα ύδατα διαφόρων μικρών παραποτάμων.Σχετικά με την τέταρτη σημασία «Κουβαράς οικογενειακό όνομα» : Υπάρχει στο Δολό οικογενειακό επώνυμο «Κουβαράς» αλλά δεν μπορούμε να καθορίσουμε αν το τοπωνύμιο «Κουβαράς» έδωσε το όνομά του στην οικογένεια ή η οικογένεια έδωσε σαν ανδρωνυμικό τοπωνύμιο το όνομά της στο ποτάμι και στη χαράδρα του Κουβαρά. Το ταυτώνυμο στην προκειμένη περίπτωση, όπως και σε άλλες (επωνύμιο και οικογενειακό όνομα) δεν προδικάζει την προέλευση του τοπωνυμίου από το οικογενειακό (ανδρωνυμικό) επώνυμο ή και αντιστρόφως, ενώ σε άλλη περίπτωση π.χ. της Φίτσαινας ή γκορτσιά ή της Γρίβας ο λάκκος (βλέπε τοπωνύμιο Δολού στα «Δολιώτικα» αριθ. Φύλλου 13) φαίνεται καθαρά ότι από το οικογενειακό (γυναικονυμικό) όνομα προήλθε το τοπωνύμιο της περιοχής."

Πάντως το όνομα «Κουβαράς» (τοπωνύμιο) αναφέρεται κυρίως :Α) Στη χαράδρα που αρχίζει από το ξυλογιόφυρο – γιοφύρι της Νονούλως – και σβήνει στους μήλους στα Παρακάτωνα.Β) Στο ποτάμι που πηγάζει από τις υπώρειες της Νεμέρτακας και εκβάλλει στο Δρίνο.

Το ποτάμι Κουβαράς δέχεται τους φθινοπωρινούς, τους χειμωνιάτικους και τους ανοιξιάτικους μήνες τα νερά των πηγών του από τη Νεμέρτσκα, τα νερά από τα κουτσολάκκια (τα ξεροπόταμα και ρυάκια) των περιοχών Κακολάκκου και Σταυροσκιαδίου και τα βρόχινα με «κατεβασιές» και μουγκρητά, ενώ τους καλοκαιρινούς μήνες είναι ένα ξεροπόταμο (στεγνή η κοίτη του εκτός από ορισμένες οβίρες) ως το γιοφύρι Δολού – Πωγωνιανής κάτω από το Τσουμπάρι. Από κει και κάτω ως τους Μύλους στα Παρακάτωνα γίνεται ένα ήρεμο ποταμάκι που δέχεται τα νερά των πηγών που αναβλύζουν ανάμεσα από βράχους, σπηλιές και λιανολίθαρα μόνο από την αναβολική – αριστερή όχθη του. Και η αρχή γίνεται 200-250 μέτρα πιο πάνω από τη βρύση του Ισβορα, από την πρώτη μόνιμη και καλοκαιρινή πηγή του που δε στερεύει ποτέ και ξεπροβάλλει από μια θεόρατη ολοσκότεινη σπηλιά, σχηματίζει μια μικρή σκοτεινή κι αυτή οβίρα και χύνει τα λιγοστά νερά της στην κοίτη του Κουβαρά, που στη συνέχεια δέχεται τα άφθονα της βρύσης του Ισβορα, της Σκοτεινής, τη βρύση στο Xωνί, της βρύσης του Μανιώτη και του Σιουλαμά για να αναφερθούν οι κυριότερες. Είναι τα νερά του Κουτσόκρανου.

Κι όπως αναφέρει ο Ι. Λαμπρίδης στα Πωγωνιακά (1889 σελ 14) : "Τα ύδατα απορωγότων ορέων εισδύουν εις την γη και αλλαχού αναφαίνονται. Ενώ εις την χαράδραν Κουβαρά άφθονα αναβλύζουν ύδατα και 5 αλευρομύλους κινούν τα εις το παρακείμενον Δολόν ουδόλως (αναβλύζουσι).Τα νερά αυτά κατά τους θερινούς μήνες χάνονται μέσα στις χαλικαριές της κοίτης του στην περιοχή Παρακάτωνα, που τους πιο βροχερούς μήνες του καλοκαιριού φθάνουν και λίγο παρακάτω ως την περιοχή Βρωμονέρι – Λαχανά αφήνοντας στην περίπτωση αυτή ξερή την κοίτη του ως τις συμβολές των πηγών Ταιορίλικο και Μπουλιούρη περιοχής Φαραγγίου, που τα λιγοστά νερά τους πλουτίζονται παρακάτω σταθερά και μόνιμα από την πλούσια πηγή του Ρογοζιού και χύνονται στο Δρίνο στον κάμπο της Δερόπολης μεταξύ Κακαβιάς και Αργυροχωρίου."

 

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΠΟ Ε. ΚΟΥΒΑΡΑ:

Άνοιγμα (χάσμα) δυτικά του Δολού γεωλογικής μορφής μάλλον σεισμογενές μήκους 5-6 χιλιομέτρων (μήκους 3 μιλίων αναφέρει ο Ι. Λαμπρίδης στα Πωγωνιακά του σελίδα 15) και βάθους 120-150 μέτρων (η κρυφή της ανατολικής πλευράς του στη θέση Φραξόραχη ασφαλώς θα ξεπερνάει τα 200 μέτρα). Έχει ολοφάνερες εσοχές του εδάφους από τη μια πλευρά με αντίστοιχες εξοχές από την άλλη, την απέναντι πλευρά. Φαινόμενο που δείχνει τη γεωλογική – σεισμογενή γένεση της χαράδρας με πιθανή καθίζηση του εδάφους της περιοχής Πωγωνιανής και κυρίως την περιοχή Αη – Γιώργης (Τεκές) – Πωγωνιανής όπου η σύσταση του εδάφους φαίνεται ότι προήλθε από προσχώσεις (-περιοχή Ανατολικά – αριστερά του δημόσιου δρόμου πό το σημείο που αρχίζει προς Αγιώργη ως τη Θεοτόκου και ΒΑ το πρανές ανατολικά του Τεκέ – Αη-Γιώργη). Το άνοιγμα της χαράδρας ποικίλει. Το στενότερο σημείο βρίσκεται στη θέση «Σκέμπια Κουβαρά» όπου το άνοιγμα της δε φτάνει ούτε τα 100 μέτρα.

ΜΙΑ ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ : Είναι το σημείο που μια συντροφιά από γέρους και νέους ένα ανοιξιάτικο λουλουδιασμένο κι αρωματισμένο δειλινό ξεκινώντας τον ταχτικό απογευματινό μας περίπατο από το Τσουμπάρι φτάσαμε Ούβια – Ούβια στους βράχους – σκέμπια του Κουβαρά και αντικρύζοντας την απέναντι πλευρά – το Φρύδι – ακούσαμε το μακαρίτη, το μπαρμπα – γιατρό Χρηστάκη Ζωίδη να μας μιλάει με την ήρεμη, σιγανή και ήσυχη φωνή του, δείχνοντας κιόλας με το μαύρο εβένινο μπαστούνι του με την ασημένια λαβή μια σχισμή ανάμεσα σε δύο σκέμπια : Για εδώγια μια σιδεροκολόνα ψηλή. Από την Πέρα στο Φρύδι μια άλλη. Ένα χοντρό σύρμα να τις συνδέει. Κι ένα καλάθι κρεμασμένο στο σύρμα με καρούλια και «Φριτ» να πηγαίνεις Πέρα και «Φριτ» να γυρίζεις. Όνειρο εκείνης της εποχής της δεκαετίας του 1930 που τα σημερινά τεχνικά μέσα μπορούν να υλοποιήσουν και να προσδώσουν άλλη αξία στη χαράδρα αλλά και σ΄ όλη την περιοχή.Η προτασή μου αυτή παρακαλώ να προσεχτεί ιδιαιτέρως. Όπως όνειρο του (Χρηστάκη Ζωίδη) ήταν να φέρομε νερό στο Δολό από το Μπιτσικόπουλο της Νεμέρτσκας με υπέργειους τσίγκινους σωλήνες στηριγμένους σε ξύλινους πασσάλους. Ήταν βλέπετε και εκλεκτικός. Ήθελε νερό από τη Νεμέρτσκα , αλλά από την εκλεκτή πηγή του Μπιτσικόπουλου. Το νερό πριν από 15 σχεδόν χρόνια ήρθε από τα Νταούλια των Δρυμάδων με υπόγειο από πλαστικούς σωλήνες δίκτυο κι ο Ίσβορας ανέβασε με τη ΔΕΗ τα νερά του στη δεξαμενή στου Τσιόκαρι. Και το χωριό μας έχει τώρα άφθονο νερό. ΚΛΕΙΝΕΙ Η ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ

Και συνεχίζουμε απ΄ τα Σκέμπια του Κουβαρά. Στη θέση αυτή η ανατολική πευρά της χαράδρας είναι απότομη. Όσο προχωρούμε προς την έξοδο προς νότο τα χείλη της χαράδρας ανοίγουν ξεμακραίνουν μεταξύ τους. Κι ενώ μόνο το κελάρυσμα του νερού, τις ήρεμες μέρες, και το βοητό από τις κατεβασιές της φθινοπωρινής και χειμωνιάτικης μπόρας φανερώνουν το κύλισμα του νερού στο βάθος της χαράδρας, που είναι κατάφυτη και δεν διακρίνεται η κοίτη του δισταμού, πιο κάτω από την Αλατισιά – Γκουγκουρέτσου τα χείλη της χαράδρας ξεμακραίνουν πιο πολύ μεταξύ τους. Τα πλάγια της γίνονται ομαλότερα και αφήνουν να φαίνονται στο βάθος της τα νερά του Κουβαρά που τρέχουν γάργαρα ανάμεσα στα καταπράσινα πλατάνια που σκεπάζουν τώρα όλη την κοίτη του από το Χωνί ως τους Μύλους, στο τέλος της χαράδρας. Έτσι κατάφυτη από πλατάνια συνεχίζεται η κοίτη του ποταμού ως το γιοφύρι του Τζήμου απο Γκαλντερίμι.

 

Η Γενική εικόνα

Η χαράδρα αρχίζει από τη θέση Μύλος στο Ξυλογιάφυρο και συγκεκριμένα από το γιοφύρι της Νονούλως και συνεχίζεται με κατεύθυνση από βορρά προς νότον (μάλλον ΒΒΑ – ΝΝΔ) μέχρι τη θέση Χαλάσματα, όπου παίρνει περισσότερο δυτική κατεύθυνση ως τους Μύλους στα Παρακάτωνα (εδώ έχει κατεύθυνση ΒΒΑ – ΝΔΔ). Είναι απόκρυμνη και δύσβατη στο μεγαλύτερο μέρος της με απότομες βραχώδεις κορυφές (τα χείλη της χαράδρας ή Φρύδια) από την ανατολική, αριστερή πλευρά από την αρχή της ως το χωριό και σχεδόν σε όλο το μήκος της από τη δυτική πλευρά την Πέρα, το Φρύδι.Ειδικά βραχώδεις όγκους – μαστούς - διακρίνουμε στου Κουβαρά, στο Τσουμπάρι, στου Μπρίζιου, στου Γκάχου, στου Γκουγκουρέτσου (σχετικά με τις τοπωνυμίες αυτές στο ειδικό κεφάλαιο : Το Τοπωνυμικό της Χαράδρας).

Και από τις δυο πλευρές στις βραχώδεις κορυφές τους υπάρχουν αβαθείς σπηλιές – Γκούβες – καταφύγιο από τους σιουγκράβους (θύελλες) του χειμώνα σε ζώα και ανθρώπους, ιδιαίτερα στην περιοχή κάτω από την Ούβια που έχουν το δικό τους τοπωνύμιο – Γκούβες που δέχονταν παλαιά την επίσκεψη πολλών νέων, που ΄βοσκαν τα αρνοκάτσικά τους και που τα ονόματά τους φαίνονται και τώρα χαραγμένα με κοφτερές πέτρες ή ακόμα και με κάρβουνο όταν άναβαν φωτιά. Άλλες αλλά πιο βαθειές σπηλιές, δύσβατα σημεία – ζωνάρια - υπάρχουν πολλές που με το γαργαλιστικό για τα γίδια πράσινο του κισσού και της ζηλινιάς που φυτρώνουν εκεί στο χειμωνιάτικο χιονισμένο τοπίο, που όλη η γύρω φύση είναι νεκρή ξεπλάνευαν τα γίδια και πηδούσαν στα «ζωνάρια» για να χορτάσουν τη χειμωνιάτικη πείνα τους και «ζωναριάζονταν» εκεί. Και τότε με κίνδυνο τη ζωή τους κρεμούσαν με τριχιές ριψοκίνδυνους χωρικούς για να τα ξεζωναριάσουν και να τα σώσουν.

Κρησφύγετο και λημέρι οι τρύπες και οι σχισμάδες των βράχων και των δύο πλευρών αλλά κυρίως της δυτικής – δεξιάς πλευράς (στο Φρύδι) στ΄ άγρια πουλιά κουκάλογα, πετροχελίδονα, γκιώνηδες, μπούφους αλλά κυρίως σε γεράκια, αετούς και γυπαετούς (με το γυμνό λαιμό τους που όταν στέκονταν όρθιοι πάνω στους βράχους, στο Φρύδι έμοιαζαν με μικρά παιδιά ) και βάση εξόρμηση των τελευταίων αρπακτικών για αναζήτηση τροφής που μεγαλόπρεπα ζυγίζουν τα φτερά τους, διασχίζοντας τη χαράδρα σε μήκος και πλάτος, ανιχνεύουν την περιοχή αναζητώντας άγρια μικρά ζώα και κυρίως πουλερικά του χωριού. Και από το ύψος ορμούν τ΄ αρπάζουν με τα γαμψά τους νύχια και τα μεταφέρουν στις φωλιές τους τροφή τους και τροφή των παιδιών τους.

Κατάφυτη σχεδόν στο σύνολό της η χαράδρα. Δρυς, φράξοι, γράβοι, κραντές, γκρεμίδια, σφεντάμια, αγριοκερασιές, αγριοαμυγδαλιές (μπαγιαμιές) συκιές, άγριες και ήμερες, αγριοκαστανιές, πλατάνια, ιτιές, υψώνουν τις κορυφές τους όσο μπορούν ψηλότερα, που πολλές φορές με κορμό ολόϊσιο, που έχει διάμετρο 10-15 εκατοστά, ξεπερνούν τα 8-10 μέτρα για να απολαύσουν τις ζωογόνες ηλιαχτίδες, που στο στενό άνοιγμα της χαράδρας τις λούζουν λίγες μόνον ώρες την ημέρα.

Κι ανάμεσά τους βαθιές περιπλοκάδες, χιλιδρονιές, αμπελίνες, ζιλινιές, κισσοί και άλλα ερπυστικά και αναρρυχητικά φυτά, που άλλα σκαρφαλώνουν στα δέντρα και άλλα κοντά στο ρέμα ρίχνουν τα πλοκάμια τους χαμηλά στο νερό για ν΄ απολαύσουν με τις άκρες τους τη δροσιά του.Κι άφθονο και παχύ χορτάρι με λογής – λογής αγριολούλουδα με ποικιλία σχημάτων και χρωμάτων με ερεθιστικά και μεθυστικά αρώματα που πάνω τους φτερουγίζουν πολύχρωμες και χρυσοποίκιλες πεταλούδες και μέλισσες κι άλλα έντομα με το μακρόσυρτο ζουζούνισμά τους ρουφούν το νέκταρ τους και μεταφέρουν τη γύρη τους στις φωλιές τους και στις κυψέλες τους.

Και κοντά και μέσα στα νερά , που κυλούν γάργαρα και δροσερά, διάφορα υδρόβια, υδρόφιλα και υδροχαρή φυτά συμπληρώνουν τη χλωρίδα, που με την ποικίλη πανίδα της (αλεπούδες, κουνάβια, νυφίτσες, βερβερίτσες, λαγοί, χελώνες, σαύρες και φίδια, πολύχρωμα και καλλικέλαδα πουλιά, κοτσύφια, αηδόνια, τσίχλες, σπουργίτια, σπίνες, κίσσες, αγριοχελίδονα, κοκκινολαίμηδες, στεφανοπούλια, νεροπούλια κι όσα αναφέραμε παραπάνω και στ΄ ακρονέρια οι βάτραχοι (ζιάμπες) με τα μονότονα κοάσματά τους, τα νερόφιδα και μέσα στα νερά παιχνιδιάρικα τα λιγοστά μικρά και μεγαλύτερα ποταμόψαρα αποτελούν ένα σπάνιο βιότοπο και υδροβιότοπο.

Και τέλος η ζωντανή παρουσία του ανθρώπου στο πρόσωπο του πιστικού, που παίζοντας τη μαγευτική φλογέρα βόσκει το κοπάδι του στην Πέρα (στη δυτική πλευρά, στην ανατολική απαγορεύονταν η βοσκή ζώων) κάτω από το Φρύδι και συντονίζει τους φθόγγους της φλογέρας του με τα γλυκόλαλα κουδουνίσματα των ζωντανών του και τα βελάσματα των μικρών αρνιών και κατσικιών του, που ψάχνουν να βρούν τις μανάδες τους, με ζωηρά πηδήματα και παιχνιδίσματα, για να χαρούν τα χάδια τους και να χορτάσουν από τα τσουπερά μαστάρια τους την πείνα τους.

Όλα αυτά μαζί συνθέτουν μια μαγευτική, ανεπάντεχη, ανεπανάληπτη, μεγαλόπρεπη κι αδύνατη για να την παραστήσει χέρι ανθρώπινο εικόνα.Όργιο βλαστήσεως χρημάτων, αρωμάτων, κελαδημάτων. Εικόνα φυσικού κάλλους και άγριου μεγαλείου. Πανδαισία χρημάτων και αρωμάτων, θεϊκή εναρμόνιση μοναδικών φθόγγων και λαρυγγισμών πουλιών. Χάρμα των ματιών, ηδονική απόλαυση της ακοής, απολαυστικός ερεθισμός της όσφρησης, ψυχική ανακούφιση και θεϊκή ενατένιση του μεγαλείου της δημιουργίας της φύσεως και ψυχική προσέγγιση στο μεγάλο ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ.

Και η εικόνα αυτή συμπληρώνεται με το κελάρυσμα των γάργαρων και κρυστάλλινων νερών, που ανάμεσα από νερογλειμμένους βράχους και πέτρες κυλούν ήρεμα στην ομαλή κοίτη της χαράδρας, αλλά και πέφτουν ορμητικά και απότομα και με ανατριχιαστικό θόρυβο από μικρούς ή μεγαλύτερους καταράκτες με άγριο βουητό σε μικρές ή μεγάλες οβίρες και νεραϊδορεματιές στη Σκοτεινή, στην Καζάνα, στο Χωνί. Όσοι πηγαίναμε τις καυτερές μέρες του καλοκαιριού να ποτίσουμε τα ζωντανά μας, να χαζέψουμε με τ΄ αγκίστρι, καθισμένοι σε κάποιο βράχο, τα τρελά παιχνιδίσματα ποταμόψαρων κι οι πιο τολμηροί να απολαύσουν και να χαρούν στο κατακαλόκαιρο τη δροσιά των παγωμένων νερών της περιοχής, θα θυμόμαστε πως όταν φτάναμε εκεί μας συνέπαιρνε ένα ξερό δέος αντικρύζοντας τη μισοσκότεινη από το στένεμα της κοίτης του ποταμού περιοχής με τα πανύψηλα δένδρα δεξιά και αριστερά, που όπως συγκλίνουν τις κορυφές τους σχηματίζουν ένα καταπράσινο θόλο που σκοτεινιάζει περισσότερο το τοπίο. Είναι η Σκοτεινή.

Και τα πλοκάμια από τις περιπλοκάδες και τ΄ άλλα αναρριχητικά φυτά, που κρέμονται σα σταλακτίτες και γλείφουν με τις λεπτές κορφές – τις άκρες τους – τα δροσερά νερά αφήνουν ανάμεσά τους να ξεχωρίζει ένας μικρός καταρράκτης που χύνει τ΄ αφρισμένα νερά του με ορμή και δυνατό κροτάλισμα σ΄ ένα νερογλειμμένο βράχο, που σχηματίζει μια οβίρα σε σχήμα καζανιού την Καζάνα, που δεν τη σκάλισε τεχνίτη χέρι και δημιουργού, αλλά το γλείψιμο του νερού χρόνια και χρόνια, πολλούς αιώνες.Τέτοια νερογλειμμένη οβίρα είναι πιο κάτω και το Χωνί που στα ολοκάθαρα νερά της ξεχωρίζει πολύ καλά το σχήμα της πλατιά επάνω, στην επιφάνεια και στενή κάτω στον πυθμένα, σωστό Χωνί.

 

ΤΟΠΩΝΥΜΙΑ

Ανατολική (αριστερή) πλευρά της χαράδρας.

Α) Στα χείλη της χαράδρας.

Σκέμπια Κουβαρά : Βραχώδης μαστός προς το εσωτερικό της χαράδρας της αγροτικής περιοχής «χωράφια Κουβαρά».

Ούβια : Το κομμάτι του χείλους της χαράδρας από τα Σκέμπια Κουβαρά ως το Τσουμπάρι, που παρουσιάζει μια πολύ ομαλή μορφή εδάφους.

Τσουμπάρι : Βραχώδης μαστός. Μπαλκόνι στο εσωτερικό της χαράδρας σε απόσταση 500 περίπου μέτρων από το χωριό που εποπτεύει ένα μεγάλο ύψωμα της χαράδρας από τα Σκέμπια Κουβαρά προς Β. ως και 2 χιλιόμετρα προς Ν.

Μπρίζιου: Περιοχή του χείλους της χαράδρας, που έχει ορατότητα και έλεγχο της χαράδρας προς Β. ως τα Σκέμπια του Κουβαρά και προς Ν. ως την περιοχή Σκάλα – Παρακάτωνα. Στο βάθος της χαράδρας από το σημείο αυτό είναι η Σκοτεινή και η Καζάνα.

Γκάχου : Βραχώδης μαστός – εξώστης στη χαράδρα μεταξύ του λάκκου Μπούκουρη προς Ν. και της χαράδρωσης δεξιά του που σβήνει μάλλον ομαλά στο Εικόνισμα της Σκοτεινής.

Λάκκα Μπούκουρη : Τοπωνύμιο της τρίτης κάθετης χαράδρωσης στη χαράδρα του Κουβαρά μεταξύ των τοποθεσιών Γκάχου και Γκουγκουρέτσου από το οικογενειακό όνομα Μπούκουρη, που έχει το σπίτι του στο χείλος της χαράδρας, που αρχίζει αυτός ο λάκκος.

Γκουγκουρέτσου και Αλατισιά : Μαστός βραχώδης αριστερά του λάκκου Μπούκουρη και πτώση του εδάφους προς Ν. Φθάνει ως το ποτάμι. Η μικρή επίπεδη επιφάνειά του είναι η Αλατισιά, που οι πιστικοί έβαζαν αλάτι σε πλάκες για τα κοπάδια τους, όταν τα πήγαιναν για πότισμα στο ποτάμι, στο Γιαλό.

Εικόνισμα Παγούνη : Σχετικά βλέπε στο τμήμα του παρόντος, με τον τίτλο : Εικονίσματα στη χαράδρα.

Φραξόρραχη : Ορεινός όγκος νοτίως του χωριού, του οποίου η δυτική πλευρά είναι συνέχεια της ανατολικής (αριστερής) πλευράς της χαράδρας του Κουβαρά. Το τοπωνύμιο από το δένδρο «φράξος» που ενώ τώρα υπάρχουν ελάχιστα , παλαιότερα φαίνεται υπήρχαν πολλά δένδρα και έδωσαν το όνομά τους στην περιοχή.

Β) Στα πλάγια της χαράδρας.

Γκούβες : Τοπωνύμιο πραγματωνυμικό. Γκούβα = γούβα, κοίλωμα γης ή βράχος. Κοιλώματα στις βραχώδεις κορυφές της ανατολικής - αριστερής πλευράς. Είναι αβαθείς σπηλιές στους βράχους κατά την οριζόντια διάστασή τους με διαζώματα επίσης οριζόντια από πετρώματα στα σκαλοπάτια για την προσπέλασή τους από τον άνθρωπο.

Σκάλα : Περιοχή στο νότιο σημείο της ανατολικής πλευράς της χαράδρας, πάνω απ΄ τα χαλάσματα που για να φθάσει κανείς κατεβαίνει ένα δρομάκι σα σκάλα με σκαλοπάτια.

Σβάρες,- Χαλικιαριά : Περιοχή στην οποία γίνεται κατακόληση χαλικιών στο δρόμο Δολό – Παρακάτωνα στην ανατολική – αριστερή πλευρά της χαράδρας.

Χαλάσματα : Περιοχή που παρουσιάζει το γεωλογικό φαινόμενο καθιζήσεως και εγκατακρημνίσεως του εδάφους. Έκταση ολίγων στρεμμάτων. Είναι παράτολμη η γνώμη ότι εκεί υπήρχε παλιά το χωριό. Ίσως να υπήρχαν εγκαταστάσεις κάποιας πατριάς ή εγκαταστάσεις για τη χειμερινή περίοδο, ορισμένων κοπαδιών (χειμαδιά). Η παράδοση ότι παλαιότερα ακούγονταν «λάλημα κόκορα», ίσως ν΄ αποτελεί απλή δοξασία για να στηρίξει την τοπωνυμία Χαλάσματα.

Δυτική – δεξιά – πλευρά.

Φρύδι : Το χείλος της χαράδρας της δυτικής δεξιάς πλευράς, που αρχίζει από το Ξυλιγιόφυρο ως επάνω από τους μύλους απέναντι από τα Χαλάσματα.

Πέρα (η Πέρα) : Η πλαγιά της δυτικής – δεξιάς πλευράς από το Φρύδι ως την κοίτη του ποταμού σ΄ όλο το μήκος της χαράδρας.

Ασκηταριό : Μικρή σπηλιά σ΄ ένα προεξέχοντα βράχο στο μέσο περίπου του τέλους της δυτικής πλευράς της χαράδρας. Παράδοση αναφέρει ότι ήταν κατοικία ασκητή εξ ου και το όνομα : κι άλλη παλιά αναφέρει ότι έβλεπαν τη νύχτα φως καντηλιού ή λαμπάδας.

Μύλοι : Στη βάση σχεδόν της δυτικής πλευράς της χαράδρας υπήρχαν 5 μύλοι που εξυπηρετούσαν τα γύρω χωριά (Περισσότερα στοιχεία στο κεφάλαιο : Oι μύλοι στη Χαράδρα του Κουβαρά).

 

 

ΟΙ ΜΥΛΟΙ ΣΤΗ ΧΑΡΑΔΡΑ ΤΟΥ ΚΟΥΒΑΡΑ

Ο Ιωάννης Λαμπρίδης στα Πωγωνιακά (1889 – σελίδα 14) όπως παραπάνω αναφέρεται γράφει : «Εις την χαράδραν Κουβαρά άφθονα αναβλύζουσιν ύδατα 5 αλευρομύλους κινούντα».Τα νερά αυτά στο Γιαλό και στη θέση «Δέση» μ΄ ένα φράγμα διοχετεύονταν σ΄ ένα αυλάκι στη δυτική (και στη βάση της) πλευρά της χαράδρας και σε λίγες εκατοντάδες μέτρα συναντούσαν και κινούσαν τις μυλόπετρες του πρώτου μύλου. Το αυλάκι συνεχίζονταν και παρακάτω και συναντούσε το δεύτερο μύλο κι ύστερα τον τρίτο, που είχε και το όνομα «μεσιός» (μεσαίος, ο τρίτος ανάμεσα στους 5) και στη συνέχεια έφτανε στον τέταρτο, στα πλατάνια. Κι απο κεί πήγαινε το νερό με αυλάκι στον πέμπτο μύλο (κάτω από τη «Θεοτόκου»), που εκτός από αλέσματα είχε και «μαντάνια» και «νεροτριβιά» για τα χοντρά μάλλινα (βελέντζες, τσέργες, βιλάργια, σαμαροσκούτια κ.λ.π).

Οι μύλοι αυτοί χτισμένοι επί Τουρκοκρατίας ήταν κτήματα Τούρκων αγάδων της Βοστίνας (Πωγωνιανή) και είχαν αγοραστεί από το Δημήτρη Ζωίδη (που είχε καθιερωθεί με το όνομα Μήτση Μυλωνάς) και ήταν κτήματά του και εν συνεχεία των απογόνων του. Από τους 5 μύλους τα τελευταία 60-70 χρόνια λειτουργούσαν μόνο 2. Ο τρίτος (μεσιός) και τέταρτος στα πλατάνια. Τώρα και αυτών σώζονται μόνον τα ερείπια. Δεν καλλιεργείται σιτάρι και καλαμπόκι στο Δολό και στα γύρω χωριά για ν΄ αλέσουν. Κι όμως υπήρχαν εποχές καλές κι ευτυχισμένες για το Δολό και το Πωγώνι, που οι σοδειές ήταν πλούσιες και στο τέλος του καλοκαιριού και το φθινόπωρο και στους δύο αυτούς μύλους απ΄ το Δολό και απ΄τα γύρω χωριά συγκεντώνονταν τόσα αλέσματα (σιτάρι και καλαμπόκι κάποτε και λίγο κριθάρι) που σχημάτιζαν πανύψηλες στίβες (ντάνες) και περίμεναν και δεύτερη και τρίτη μέρα να βρούν σειρά να αλεστούν, γιατί και το νερό ήταν λόγω της εποχής λιγοστό.Αλλά υπήρχε κι ένας εποχιακός αλευρόμυλος, εκκλησιαστικός αυτός.

nonoulos_br

ΤΑ ΓΕΦΥΡΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΔΡΑΣ
Στο δεύτερο από τα βιβλία του Σπύρου Ι. Μαντά για τα Ηπειρώτικα γεφύρια με τον τίτλο «Το γεφύρι και ο Ηπειρώτης», ο συγγραφέας αναφέρεται και στα δύο πέτρινα τοξωτά γεφύρια της χαράδρας του Κουβαρά στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ένας γεφυράς θυμάται». Με πηγές τη συνέντευξή του με τον πρωτομάστορα οικοδομών και γεφυριών και του γεφυριού του Κουβαρά κάτω από το Τσουμπάρι το μακαρίτη τώρα Πασχάλη Ζούνη από την Πυρσόγιαννη της Κονίτσης και από τον ξεναγό, που τον συνόδεψε στην κάθοδο στο βάθος της χαράδρας στο γεφύρι του Κουβαρά, ο συγγραφέας στις σελίδες 22-26 γράφει :

"Tον ρωτήσαμε : Καθώς ήταν χειμώνας, το σκοτάδι άρχισε να πέφτει από πολύ νωρίς. Στρίβοντας στο Καλπάκι, είχαν ανάψει κιόλας τα πρώτα φώτα. Στο Δελβινάκι που φθάσαμε μισή ώρα αργότερα, κανονικό βράδυ πια, άρχιζαν στα καφενεία οι πρώτες παρτίδες τράπουλας, ακουγόταν κι ένα τάβλι. Επαληθεύσαμε την κατεύθυνση και συνεχίσαμε βιαστικοί για την Πωγωνιανή. Το χωριό παραμεθόριο, μια ανάσα από την Αλβανία, μέσα σε έντονη ψύχρα, ηρεμούσε αναγκαστικά. Στη μικρή πλατεία, στο κέντρο του, συναντήσαμε παρ΄ όλα αυτά μερικούς, που προθυμοποιήθηκαν να μας βοηθήσουν. Ψάχναμε τον Πασχάλη το Ζούνη, παλιό Πυρσογιαννίτη μάστορα, σήμερα στη δύση της ζωής του κοντά στα ενενήντα του χρόνια. Αυτός άλλωστε ήταν κι ο λόγος που το ταξίδι μας, παρά το χειμωνιάτικο καιρό, δεν σήκωνε αναβολή. Ζούσε εδώ τώρα στην Πωγωνιανή, την παλιά Βοστίνα μαζί με την κόρη του και τον γαμπρό του. Οι πληροφορίες τον έφερναν για φημισμένο γεφυρά, έναν απ΄τους τελευταίους που βρίσκονταν ακόμα στη ζωή. Κάποιος άλλος, Θύμιος Βατσακλής στ΄ όνομα, μάθαμε πως χαροπάλευε στο νοσοκομείο στα Γιάννενα. Ένας μικρός ανέλαβε να μας δείξει το σπίτι. Άνοιξε η κόρη του με έκπληξη. Νιώσαμε την ανάγκη να δικαιολογηθούμε για το ακατάλληλο της ώρας, μα εκείνη ευγενικά μας πέρασε στο καθιστικό της για ένα γλυκό του κουταλιού. Εκεί ο άντρας της μας μίλησε για την τελευταία ατυχία του παππού Πασχάλη, που πέφτοντας έξω, στην κληματαριά, είχε περάσει τις τελευταίες μέρες στο νοσοκομείο. Σήμερα τον είχαν φέρει και βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεββάτι του. Ακατάλληλη σίγουρα η στιγμή, μα η κόρη του μας ξάφνιασε ευχάριστα. Πήρε το αυτί του κυρ-Πασχάλη το σκοπό της επίσκεψής μας και προσπαθούσε να ντυθεί. Περάσαμε δισταχτικά στο δωμάτιό του.

Καθόταν στην άκρη του κρεββατιού του. Φαινόταν ήρεμος παρά την πρόσφατη περιπέτειά του. Σκαμμένο το πρόσωπό του, μα προπαντός τα χέρια του, από τα τόσα χρόνια. Πίσω από τα χοντρά γυαλιά του τα μάτια του μας έψαξαν. Μας χαιρέτισε βήχοντας.... «Μη σας νοιάζει, δεν κουράζομαι εγώ...». Μας μίλησε ώρα πολύ. Με αρκετό κόπο. Ο λόγος του, όχι σπάνια, ξεστράτιζε. Μα δυσκολευόταν ο ειρμός της θύμισης, όχι και το κέφι... «πόσο χρονών είμαι ; Είμαι τώρα μικρός, ογδόντα οχτώ χρονών, ναι ...». Κάπου κάπου μια λέξη «...ναι, βέβαια...» επιβεβαίωνε τα όσα μόλις είχε πεί. Σαν τα κουβέντιαζε με τον εαυτό του. Να πειστεί κι ο ίδιος πως δεν ήταν όνειρο ... «Άμα περνάνε τα χρόνια περνάνε και τα μνημονικά και όλα … αυτά. Βέβαια...». Όσο θυμόταν τη ζωή του δούλευε : Εδώ, στο Πωγώνι, και παραπέρα, Ουκρανία, Ρουμανία, Αυστραλία, Αθήνα. Μονάχα για το Στρατό σταμάτησε. Τον πήρανε από το γιαπί... «ήμουνα Βέροια, στο Μελίκι, φτιάχναμε την εκκλησία. Από κεί με πήρανε στρατιώτη. Με το πρώτο σώμα στρατού μας γυρίζανε στη Μικρασία. Ε, τι να σου πω τώρα, παραμύθια...». Τον πατέρα του τον θυμόταν με θαυμασμό, όπως άλλωστε όλα τα τσιράκια το μάστορά τους.... «ήτουνε ο πατέρας μου μάστορας κι εγώ μάστορας. Έμαθα την τέχνη. Από μικρός πήγαινα κοντά που ήταν ο πατέρας μου. Ο γέρος ο δικός μου ήτουνε ο πρώτος μάστορας. Δεν ήτουνε κανένας άλλος. Ο Γιάννης Ζούνης. Πρώτος, κανένας άλλος. Κι ο παππούς την ίδια δουλειά. Βασίλης Ζούνης αυτός. Μάστορας δεν πήγε σκολειό...». Από πολύ νωρίς έφτιαξε κι ο ίδιος μπουλούκι. Σημάδι αυτό ικανότητας, εκτίμησης στην τέχνη του. Πρωτομάστορας, βλέπεις δεν γινόταν όποιος – όποιος. «Βέβαια έφτιαξα δικιά μου ομάδα. Τώρα είχα πέντε μαστόρους έτσι ; Την άλλη χρονιά είχα τρείς την άλλη χρονιά είχα δύο, την άλλη χρονιά είχα δέκα. Ήμουνα επικεφαλής. Ναι. Ξεκινούσαμε με τα ζώα. Με ζώα πηγαίναμε, με ζώα ερχόμαστε. Ήτουνε τα μπουλούκια. Σε ποιο μπουλούκι δουλεύεις ; Στου Πασχάλη παραδείγματος χάρη. Σε ποιο δουλεύεις ; Στου Κωστάκη. Στου τάδε. Λέγανε του Πρωτομάστορα τ΄ όνομα. Και τσεράκια είχαμε να δουλεύουνε να μαθαίνουμε. Άλλα κουβαλούσανε με τα μουλάρια πέτρες, άλλα κουβαλούσανε με το πηλοφόρι λάσπη που χτούσαμε. Αυτό είναι. Ναι. Είχαμε πολλά εργαλεία. Είχαμε χτινιές, μπικούνια, πολλά. Αυτά τα έφτιαχναν οι σιδεράδες. Ήτουνε απαραίτητοι στο χωριό. Καλέμια, βελόνια, χίλια δυο. Ο σιδεράς ήτουνε απαραίτητος. Φεύγαμε και πηγαίναμε μακρινά ταξίδια. Είχαμε σκληραγωγία μεγάλη. Δύσκολα χρόνια. Δύσκολα ήτουνε βέβαια. Τότες υπήρχανε οι Τούρκοι, τότες υπήρχανε κλέφτες, τότες υπήρχανε απ΄ όλα τα αγκάθια. Κατάλαβες ; Πολύ δύσκολα. Πάρα πολύ. Λοιπόν έρχονται ένα βράδυ, ένας αποκηρυγμένος από τη Τζερμέ, ένα χωριό πλάι απ΄ τα Αγόρενα και μας πήρανε ένα μουλάρι. Πέντε χιλιάδες ! Και δώσαμε πέντε χιλιάδες και μας το φεραν το μουλάρι αυτό. Εκεί ήμαστε όλοι μαστόροι. Τήρα, εγώ, του Παπαγιάννη το παιδί ο Γιάννης, ο Γαλάνης, ήτουνε δυο-τρείς άλλοι, ο Κολοβός ήτουνε όλοι απ΄ τη Πυρσόγιαννη. Ναι αυτοί ήτουνε. Φτιάχναμε και τις πέτρες. Εμείς όλα ε. Και μια στέρνα είχαμε με κουρασάνι που έφτιαχνε ο γέρος ο δικός μου. Στούμπιζε κεραμίδι, το κοσκίνιζαν, το κάναν λάσπη. Αυτό δεν ξεκολούσε ποτέ. Και ριχναν και ασπράδι από αυγό για να το χρησιμοποιήσουν. Στο Νικολίτσι – δεν πήγες στο Νικολίτσι να δεις την εκκλησία ; - ρίξαν στη στέρνα του χωριού ασπράδια για την εκκλησία ...».

Και συνεχίζει το παραμύθι της ζωής του ο παππούς ο Πασχάλης ο Ζούνης και δείχνει να τον συνεπαίρνει τούτη η αναδρομή. Πολλές φορές βήχας συνεχής τον διακόπτει και τον ταλαιπωρεί, μα αυτός δεν θέλει να σταματήσει. Θυμάται τόσα που έχτισε μέσα στο Πωγώνι και πιο έξω. Και σπίτια, και εκκλησίες και καμπαναριά και μύλους, απ΄ όλα «... μας λέγανε Καρκαλάδες εκεί στην Αλβανία που φτιάχναμε μύλους. Εγώ, ο Φώτης ο Καλούδης, ο Γιάννης ο Παρδελώνας ...». Αλλά και στην Αθήνα δούλεψε αρκετά τα τελευταία του χρόνια. Θυμάται τη μάντρα στη Βιαμάξ που έκανε με κίτρινη πέτρα από το Καπανδρίτι, το Γηροκομείο στην οδό Κηφησίας που πελέκησε μια-μια πέτρα του, τα τόσα πολλά τζάκια, τη δουλειά με τους άλλους Πυρσογιαννίτες κάτω στο Τουρκολίμανο όπου έσωσε και το διάδοχο τότε τον Κωνσταντίνο. «Τιάχναμε ένα μέρος, δεν είναι εύκολο να πω, ένα μέρος που ήτουνε εκατό μέτρα επί εκατό. Ήτουνε θάλασσα και γίνηκε ξηρά. Του βασιλέως την εξέδρα κάναμε. Το παιδί του κόντεψε να πάει αποκάτω αν δεν ήμουνα εγώ. Ανέβαινε κει πέρα, γιατί ήτουνε στον ιστιοπλοϊκό όμιλο ...». Κάποτε φτάσαμε και στο γεφύριο. Συγκίνηση εδώ. Φαίνεται πως ήταν από τα έργα που αγάπησε πολύ ο κυρ – Πασχάλης, όσο κι αν τον ταλαιπώρισαν. Τα μυστικά τους τα έμαθε και αυτά από κοντά στον πατέρα του, αλλά και από άλλους Πυρσογιαννίτες φημισμένους σε τούτο το δύσκολο είδος....«Κιοπρού λέγανε το γιοφύρι παλιά, επί Τουρκίας. Ήτουνε δύσκολα να φτιάξεις το γιοφύρι. Πιο δύσκολα από ΄να σπίτι. Πιο δύσκολα. Έμαθα στον πατέρα μου. Τον είχανε πάρει στην Κόνιτσα τρείς φορές, τέσσερεις, να οδηγήσει εκεί τα γιοφύρια, να τα φτιάξουνε καλά. Οοουου, έχει στην Κόνιτσα γιοφύρια, έχει πολλά. Στην στροφή, εκεί πάνω, στο δρόμο που είναι και δημόσιος, απάνω που πάμε για τα Τσαραπλανά, είχανε, πώς να σου πω, είχανε το συνεργείο παράγκα που δουλεύανε. Δούλευαν οι μάστοροι εκεί που ήτουνε η δουλειά. Σ΄ αυτή την παράγκα πήγαιναν να τρώνε, να φάνε, να πιούνε..., να πλερώσουνε. Εύρισκες να φας, μαγεριό. Οι μάστοροι αυτοί που δούλευαν αυτού, ήτουνε όλοι πιλικάνοι, καλοί μαστόροι. Όλα τα γιοφύρια τότε αυτού, τάχαν όλα καμωμένα οι Πυρσογιαννίτες, εργολαβικώς. Μη ψάχνετε να βρήτε κανένα, τίποτα. Όλα τα γιοφύρια τάχουνε κάμει οι Πυρσογιαννίτες. Πολύ μάστοροι, καλοί, μηχανικοί, να φτιάχνουν γιοφύρι και δυο γιοφύρια πάνω στ΄ άλλο το γιοφύρι. Οι Τούρκοι ; Όχι δεν φτιάχνανε γιοφύρια, δεν είχανε μυαλό για ... Είχανε μυαλό για τουφέκι. Ναι. Αν πέφτανε τα γιοφύρια ; Άμα δεν τα ΄φτιαχνες καλά... Αλλά βρίζανε ύστερα. Γιατί να πέσει το γιοφύρι ; Λόγω θεομηνίας, έβρεξε πολύ, ξέρω ΄γω, πάγωνε, έπεφτε. Βέβαια....». Μέσα στα τόσα που μας είπε εκείνο το βράδυ ο παππούς ο Πασχάλης ο Ζούνης για τα Κονιτσιώτικα γεφύρια που φτιάξαν οι Πυρσογιαννίτες, δεν μπορούσε βέβαια να μην αναφερθεί και στο περίφημο γεφύρι του Φρόντζου, κάτω στον Αώο. Βρήκε μάλιστα κάποια στιγμή την ευκαιρία να ανταγωνιστεί, έτσι καλόκαρδα και με τους Βουρμπιανίτες μαστόρους, αντιζηλία παλιά, που γέννησε τόσο έξυπνα ανέκδοτα «... όταν ήμουν μικρός εγώ το χάλασαν, είχε έλθει ο ... Τζαβήτης και του ΄δωκε μια και έκοψε το θόλο. Το ΄κοψε στη μέση, αλλά όχι κάτω – κάτω, κόψιμο μέχρι εκεί που ανοίγει μετά ο θόλος. Πήγα εγώ, πέρασα εκεί, από άκρη λιγάκι, σιγά – σιγά και έφυγα, πήγα για τα Γιάννενα. Λέγανε ήρθανε οι Ιταλοί, λέει, και το είδαν το γεφύρι. Ναι. Θαύμασαν και οι Ιταλοί οι ίδιοι. Σου λέει, πως το χει αυτός καμωμένο, τόχει με το διαβήτη, να το φέρει στρογγυλό. Μάλιστα λένε, λέγανε αυτό το γιοφύρι χτίζανε από τη μια μεριά οι Πυρσογιαννίτες και από την άλλη μεριά χτίζανε οι Βουρμπιανίτες. Και αφού το φέρανε στο σημείο, στο κλειδί, λέει, έπεσε των Βουρμπιανιτών. - Οι Πυρσογιαννίτες το λένε αυτό παππού ;- Aμ ποιος το λένε ...».Τον ρωτήσαμε αν θυμόταν πόσα γεφύρια έφτιαξε αυτός ο ίδιος. Τα είχε λησμονήσει. Έφτιαξε αρκετά, μας είπε.

Φαίνεται όμως πως το γεφύρι εκείνο, κάτω στη χαράδρα του Κουβαρά, ανάμεσα Πωγωνιανή και Δολό, που έχτισε το 1926 με 1927, δεν το ξέχασε ποτέ. Αποτελεί το καμάρι του και μιλάει πάντα με αγάπη γι΄ αυτό. «Γιοφύρι έφτιαξα του Κουβαρά, κάτω στορέμα, εδώ, στο Δολό. Στο βαθύ το ρέμα έχει και γιοφύρι κάτω. Και έχω γραμμένο «επί Ελληνικής Δημοκρατίας ανηγέρθει » το γιοφύρι αυτό. Tότε που ήτανε οι γερουσιασταί 1926 – 1927 τότε. ήμουνα επικεφαλής τότε. Eγώ δούλεψα μέχρι που τόφερα στο ίσιο πάνω. Γιατί πάνω είχαμε ρίξει αυτό , κάναμε θόλο και το γεμίζαμε, φτιάχναμε ασβεσταριό, όχι μπετό, με πέτρες.Φτιάχναμε σκαλωσιές. Δέν είχε πολύ νερό χτίζαμε όταν σταματούσε. Kάναμε σχέδιο: όχι το σχέδιο μας τόφεραν τότες ήτουνε ένας έπαρχος τότες. Πώς τους λέγαν τους επάρχους; Έπαρχος ήτουνε. ¨ητουνε και ο γραμματεύς να πούμε του επάρχου. Να χτίσουμε ένα γιοφύρι είπε, τέτοιο, αυτό εδώ, κατά αυτό τον τρόπο. Μ΄ ένα τόξο. Είχε κάποιο Μελγκάνο κουτσό που ΄ναι στα Γιάννενα. Ήτουνε μηχανικός. Ναι. Εξ αδιαιρέτου οι μαστόροι. Ήτουνε οι μαστόροι πότε πέντε, πότε τέσσερις, πότε τρεις, πότε κι ένας. Χτούσα μοναχός μου. Δούλευα και μόνος. Όχι, όχι τσιμέντο. Ασβέστη. Ασβέστη και πέτρα. Αυτό το γιοφύρι ήτουνε τότες !... Είχε έλθει ο έπαρχος σας λέω μαζί με το μηχανικό και το βγάλανε ότι αυτό ήτουνε πάνω απο πενήντα χιλιάδες δρχ. Τότε το 1927. Tί λές του λέω πρόεδρος του ήτανε τότες ένας Kούλας. Tόχουμε λέω 16.000 δρχ. Tί λές μωρέ δεκαέξι χιλιάδες δραχμές αυτο το γιοφύρι; Θαύμασε και αυτός για την τιμή που είπαμε. Φάνηκε πολύ φθηνή. Nαί. Πόσο καιρό κάναμε; Tι να σας πώ τώρα . Aρχίσαμε τέτοιο καιρό. Δούλευα μοναχός μου Nοέμβρης – Δεκέμβρης δούλευα μονάχος στο γιοφύρι αλλά επειδή ήτουνε χειμώνας πάνω ήτουνε έτσι οι βράχοι και οι πέτρες, μόλις έβγαινε ο ήλιος, κυλούσαν και ερχόταν οι πέτρες κάτω. Πέφτανε οι πέτρες. Γιατί ήτουνε ο ήλιος, ξεπάγωνε και πέφτανε οι πέτρες κάτω. Είναι μια χαράδρα, είναι πολύ βαθύ. Αυτή είναι πολύ επικίνδυνη. Το γιοφύρι αυτό είναι μέσα στη χαράδρα. Θα το δεις, έχει και γράμματα από το πάνω μέρος άμα πας. Από το πάνω μέρος έχω υπογραφή μου». «Επί Ελληνικής δημοκρατίας ανηγέρθη το χίλια εννιακόσια τόσο». Γράφω πάνω, αλλά είναι κλαριά και αυτά και ... δεν θυμάμαι αν έβαλα το όνομά μου. Σ΄ άλλα που φτιαξα, σε πολλά το ΄βαζα. Ήτουνε δύσκολο να φτιάξω το γιοφύρι. Πιο δύσκολα απο ΄να σπίτι. Πιο δύσκολα. Έπρεπε να ΄χεις ξύλα, να κάνεις το τόξο, το βόλτο να πούμε, με τα ξύλα να βάλεις άλλες κέντες εκεί πέρα στο βόλτο και απάνω να ρίξεις τα πέταβρα να πούμε, για να πάρεις να το χτίσεις απάνω. Μετά τα αφαιρούσαμε με ξύλα αυτά. Μάλιστα. Χτούσαμε ύστερα απάνω πέτρες, με πέτρες, κι ερχόμαστε στο κλειδί. Μάλιστα. Εκεί στις Γούβες, στο γιοφύρι αυτό που λέμε τώρα, στου Κουβαρά αυτό, έχω δυο πέτρες, τη μια από τη μια μεριά και μια από την άλλη, δυο, και δυο από τούτη τη μεριά τέσσερεις πέτρες, δηλαδή μονοκόμματες εννοώ. Μεγάλες πέτρες. Κάλυπτε ας πούμε το ήμισυ. Τις πέτρες όλες τις βγάλανε κάτι οθωμανοί που ήτουνε εδώ αρβανίτες επί τόπου, εκεί κοντά στο γιοφύρι, από κει μεριά. Ναι. Αν δούλεψα σ΄ άλλα γιοφύρια ; Ένα, δύο... δε θυμάμαι. Αυτό ήτουνε επικίνδυνο γιατί κυλούσαν οι πέτρες απάνω κάτω. Ξεπάγωναν και μια – μια ερχόταν κάτω. Για τα αυγά ; Το χωριό ΄κανε κουμάντο. Έφερε στη στέρνα. Ναι. Γιορτή ; Κάναμε, πως. Όταν τελειώσαμε. Με το χωριό. Με το Δολό, απέναντι. Γλέντι με φαγητά κι αυτά. Βέβαια ..». Την άλλη μέρα, πρωί – πρωί, ευτυχώς με λιακάδα, πήραμε το δρόμο για το Δολό. Σ΄ ένα τέταρτο, είκοσι λεπτά, είμαστε εκεί. Από αυτό το χωριό θα κατεβαίναμε πιο εύκολα στο φαράγγι του Κουβαρά να δούμε και εμείς, από κοντά, το γεφύρι που έφτιαξε στα νιάτα του ο Πασχάλης ο Ζούνης. Κυριακή λοιπόν, μόλις μετά τη λειτουργία, και εμείς, στη σκιά του Αη-Νικόλα, να γνωριζόμαστε με τους ντόπιους πίνοντας ουζάκι. Μας πρότεινε να μας οδηγήσει κάτω στο γεφύρι, ο Σπύρος ο Παγούνης, δάσκαλος σήμερα στη Γλυφάδα, που παραθέριζε, όπως κάθε καλοκαίρι στο χωριό του. Φτάσαμε στην άκρη, στο «φρύδι» της χαράδρας. Απότομη και βαθιά, την ηρεμούσαν ωστόσο, πρασινίζοντάς την, τα πολλά δέντρα που κάλυπταν τις πλαγιές της. Παρακάτω, ο Κουβαράς θα συναντούσε τον Γυφτόκαμπο και μαζί και οι δύο θα πέφταν, κοντά στην Κακαβιά, στο Δρίνο, να συνεχίζουν πια στην Αλβανία. Κατεβαίναμε σιγά το απότομο μονοπάτι, προσέχοντας, μα και εξοικονομώντας δυνάμεις για την ανηφορική επιστροφή. Ο δάσκαλος συγκινημένος, θυμόταν τουτο το δρομολόγιο πόσες φορές το είχε κάνει μικρό παιδί, τότε που μαζί με τους άλλους μαθητές του χωριού πήγαιναν για σχολειό απέναντι, στην Πωγωνιανή, τότε Βοστίνα. Μας έδειχνε στις πλαγιές της χαράδρας τις γούβες, τις μικρές δηλαδή σπηλιές, που σκαρφάλωναν μέχρι εκεί για να παίξουν. Ακόμα θα υπάρχουν σκαλισμένα τα ονόματά τους, μα σήμερα αδύνατο να προσεγγίσεις. Όταν έφταναν κάτω στο ποτάμι, θυμάται, παρ΄ όλη την παιδική τους ηλικία, σοβάρευαν, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο. Και πέρναγαν προσεχτικά. Στα πολύ παλιότερα χρόνια, διηγούνται στο Δολό, μια γριά , η κυρά – Νονούλω, συνήθιζε, για να ζήσει, να μαζεύει καυσόξυλα και φορτωμένη άλλα αυτή, άλλα το ζώο της, να τα πηγαίνει στην Πωγωνιανή και να τα πουλάει. Δεν λογάριαζε όμως τόσο το μακρύ και δύσκολο μονοπάτι που συγκοινωνούσε τα δύο χωριά, όσο το πέρασμα του ποταμού, που σαν έβρεχε γινόταν τρομερό ακόμα και στην όψη. Το έβαλε έτσι τάμα και πείσμα, η γιαγιά Νονούλω, μαζεύοντας ότι μπορούσε, κάνοντας σκληρές οικονομίες, να χτίσει κάποτε ένα μικρό γεφύρι, να γλυτώσει κι αυτή, κι όλος ο κόσμος, από την ταλαιπωρία. Και πραγματικά το κατόρθωσε. Ακόμη και στις μέρες μας σώζεται, πιο πάνω βέβαια από το σημερινό, μισοκατεστραμένο πια από το χρόνο, αφού από τότε που έχτισε το δικό του ο Ζούνης το 1926, εκείνο λησμονήθηκε. Η μνήμη όμως της κουρασμένης κυρά – Νονούλως δεν έσβησε ακόμη. Αλλά φαίνεται πως φτάναμε στο γεφύρι. Το φαράγγι είχε παραστενέψει, κι ο ήλιος δεν μπορούσε να μας ακολουθήσει περισσότερο. Τα δέντρα πυκνά εδώ κάτω, μόλις επέτρεπαν να φαίνεται η κοίτη. Μέσα από τα φύλλα τους, στο βάθος ξεχώριζες δύσκολα το γεφύρι. Διακρίνουμε αρκετή από τη φιγούρα του, ενώ την άλλη μισή έμενε να τη μαντεύουμε. Μονάχα όταν φτάσαμε κοντά του μας αποκαλύφθηκε ολόκληρο. Και ήταν συνάμα όμορφο και τρομερό. Δεν είχε θα πείτε την επιβλητική σε μέγεθος και όψη μορφή άλλων γεφυριών, μα η θέση που έστεκε χτισμένο το έκανε τολμηρό και άρα σεβαστό ! Ήταν φανερό και το πόσο δύσκολα έπρεπε να είχε κατασκευαστεί ! Πόσο θα κουράστηκε γι΄ αυτό ο Ζούνης ο Πασχάλης. Περπατήσαμε τον επίπεδο διάδρομό του, περάσαμε στην άλλη όχθη και προσεχτικά κατεβήκαμε στο βάθος της κοίτης. Κάτω ακριβώς από το γεφύρι, είχε σχηματιστεί με τα χρόνια, μια πολύ βαθιά οβίρα, λάκκος δηλαδή από το στροβιλισμό του νερού του ποταμού. Εκεί μέσα είχε πέσει, κατά το δάσκαλο, ένα άλογο φορτωμένο δέρματα επειδή σκόνταψε το πόδι του σ΄ ένα ξύλο της λιάσας, της ξύλινης με άλλα λόγια κατασκευής που εξυπηρετούσε παλιά, προτού ακόμα χτιστεί το πέτρινο γεφύρι. Ευτυχώς ο αγωγιάτης πρόλαβε να συγκρατηθεί επάνω, αλλά και το άλογο, τυχερό, έπεσε ανάποδα πάνω στα δέρματα και σώθηκε. Γεφύρι, οβίρα, οι απόκρημνες όχθες του φαραγγιού, κοράκια που έκραζαν πάνω από τα κεφάλια μας, παρά την ανεπάντεχα καλοκαιρινή ημέρα, συνέθεταν ένα θέαμα τρομερό. Πώς θα ήταν άραγε εδώ μέσα μια άγρια χειμωνιάτικη μέρα ; Ο δάσκαλος κούνησε το κεφάλι του με νόημα. Από κάτω, για αρκετή ώρα, συνεχίσαμε να περιεργαζόμαστε τούτο το πέτρινο γεφύρι του Κουβαρά με δέος και προσοχή. Δεν ακουμπούσαν τα άκρα του στην κοίτη. Η καμάρα του έσβηνε, έξυπνα, πιο πάνω, στις δύο πέτρινες όχθες, εκμεταλλευόμενη το υπερβολικό στένωμα του φαραγγιού. Η επιγραφή έλειπε. Την έσπασαν όταν τέλειωσε η δημοκρατία. Δυο δοκάρια, απομεινάρια της σκαλωσιάς του Ζούνη, έστεκαν ακόμα χωνεμένα μέσα στο σώμα του γεφυριού. Λες και τελείωσε χθες. Λες και το ποτάμι, ήρεμο, δεν ανέβηκε ποτέ ψηλά, μέχρι να σκεπάσει κι αυτόν ακόμα το διάδρομο διάβασης σαν έλυωναν τα χιόνια. Θυμηθήκαμε άλλη μια φορά τον κυρ – Πασχάλη και τα λόγια του. Προσπαθούσε χθες να συγυριστεί, να φορέσει πάνω από την πυζάμα το σακκάκι του και βέβαια την τραγιάσκα του, για να βγεί καλή φωτογραφία. «... ήσαντε και ωραία χρόνια. Ναι, ναι βέβαια. Άκου δω, εμείς και τα χρόνια φαίνονται πως είμαστε εδώ, και τα έργα φαίνονται πως είμαστε εδώ. Να τα μάθετε σεις τώρα, να τα λέτε σ΄ αλλουνούς, παρακάτω...». Εμείς φωτογραφήσαμε χθες βράδυ τον Πασχάλη Ζούνη στην Πωγωνιανή, σήμερα το πρωί το γεφύρι του στο Δολό.Και των δυο τους οι εικόνες θα αποτελούν πολύτιμες για μας μαρτυρίες εκείνου του χειμωνιάτικου ταξιδιού μας στην Ήπειρο του ΄86. Το ταξίδι αυτό πραγματοποιήθηκε στις 10,11 και 12 Οκτώβρη του 1986.

 

Ο ΜΥΛΟΣ ΣΤΟ ΞΥΛΟΓΙΟΦΥΡΟ

Η Εφοροεπιτροπεία της Εκκλησίας και του Σχολείου Δολού, επί Τουρκοκρατίας, προς το σκοπό αυξήσεως των πόρων της για ν΄ αντιμετωπίσει τις ανάγκες της για την καλή και ευπρόσωπη λειτουργία Εκκλησίας και Σχολείου, έχτισε σε κατάλληλη θέση στο Ξυλογιόφυρο, σχεδόν 25 μέτρα βορειότερα από το γιοφύρι στην ίδια θέση ένα μύλο. Ο μύλος αυτός θα άλεθε τους φθινοπωρινούς μήνες, ύστερα από τα πρωτοβρόχια, τους χειμερινούς και τους ανοιξιάτικους μήνες. Πότε ακριβώς χτίστηκε ; Δεν υπάρχουν στοιχεία. Πάντως η λειτουργία του ανάγεται στα μέσα του περασμένου αιώνα. Σ΄ ένα βιβλίο οικονομικής διαχειρίσεως της Εφοροεπιτροπείας Δολού επί Τουρκοκρατίας όπου υπάρχουν στοιχεία για το διάστημα 1856-1887 αναφέρονται τα εξής : Α) Την 8ετία 1864-1872 (υπεύθυνος διαχειριστής Παπακώστας Σακελλάριος) σε σύνολο εσόδων 20.000 γρόσια τα 13.888 γρόσια προέρχονται από τα έσοδα (αλεστικά δικαιώματα) του μύλου. Β) Κατά την 12ετία 1873-1885 (επίτροπος – διαχειριστής Ματθαίος Καρακώστας) σε σύνολο εσόδων 73.589 γρόσια τα 24.898 γρόσια προέρχονται από τα έσοδα (αλεστικά) του μύλου το «ξάι» που ήταν 18.439 οκάδες σιτάρι και καλαμπόκι.Στη 12ετία αυτή αναφέρονται και έξοδα για «ανοικοδόμηση» του μύλου 4.374 γρόσια. Γ) Κατά τη διετία 1886-1887 (επίτροπος διαχειριστής Γεωργ. Λαντσούνας) σε σύνολο εσόδων 10.985 γρόσια τα 3.983 προέρχονται από τα έσοδα του μύλου. Πελάτες του μύλου με τ΄ αλέσματά τους δεν ήταν μόνον οι Δολιώτες, αλλά και οι κάτοικοι των γειτονικών χωριών Βοστίνας, Κακολάκκου και Σταυροσκιαδίου κυρίως και ολιγότεροι των Δρυμάδων και Ρομπατών. Επειδή μεταπολεμικά οι καλλιέργειες των σιτηρών λιγόστευαν και τελικά εγκαταλείφτηκαν τελείως τα έσοδα του μύλου λιγόστευαν και τέλος έπαψε να λειτουργεί κατά το 1955 ύστερα από έναν αιώνα σχεδόν λειτουργίας του. Από τότε ήρθε η εγκατάλειψη που την ακολούθησε η φθορά, που κινδυνεύει να οδηγήσει στην ολοκληρωτική καταστροφή και εξαφάνισή του. Σήμερα σώζονται : εν μέρει η τοιχοποιία, το αυλάκι με τη μεταλλική (από χοντρή λαμαρίνα) μπούντενα, το αυλάκι με την κοψιώνα του και τα ξύλινα ίχνη από ένα γεφυράκι στο αυλάκι που επέτρεπε να περάσουν το αυλάκι άνθρωποι και ζώα που θα πήγαιναν στο μύλο.Και του μύλου έχει προγραμματιστεί για αργότερα η αναστήλωση, μετά το γιοφύρι της Νονούλως, που έχει πραγραμματιστεί από την 6η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων για την άνοιξη του 1989.

Ε. ΚΟΥΒΑΡΑΣ