Πρόκειται για μια παλιά συνήθεια που έφτασε στις μέρες μας από την αρχαία Ελλάδα και συνεχίζει να γίνεται σε όλες τις περιοχές της πατρίδας μας . Στην Αρχαία Ελλάδα γίνονταν προς τιμήν του θεού Απόλλωνα και ονομάζονταν Πυανέψια, κατά τη διάρκεια της οποίας πρόσφεραν στο θεό, τους πρώτους καρπούς της σοδειάς. Η ονομασία της γιορτής προέρχεται από την λέξη πύαμος (= κύαμος, κουκί) και το ρήμα ἕψω, που σημαίνει βράζω, μαγειρεύω. Κατά τα Πυανέψια έβραζαν σπόρους κάθε είδους.Σήμερα το έθιμο αυτό σε πολλά μέρη της Ελλάδος γίνεται στις 21 Νοεμβρίου προς τιμήν της Παναγίας της Πολυσπορίτισσας για την ευλογία της σποράς και ονομάζονται πολυσπόρια. Στην Ήπειρο και σε άλλες περιοχές βράζονται "τα μπόλια" στις 30 Νοεμβρίου, του Αγίου Ανδρέα, για να αντρειώσουν τα σπαρτά, να μεγαλώσουν και να προκόψουν, γι’ αυτό και δόθηκε στον Νοέμβριο το όνομα «Αντριάς». Μπόλια ονομάζονται γιατί όπως ο εμβολιασμός, το μπόλιασμα, πολλαπλασιάζει το φυτό, έτσι και με την προσφορά αυτή στον Άγιο, επιζητείται η ευλογία του για την ευημερία των σπαρτών και την αύξηση της καρποφορίας. |
Λέγοντας "Μπόλια" εννοούσαν ένα μείγμα από πολλά σπόρια, μια κακαβιά θα λέγαμε, τα οποία τα βάζανε σε μια μεγάλη κατσαρόλα. Η κατσαρόλα αυτή περιείχε συνήθως ντόπια προϊόντα κυρίως φασόλια, φακές ρεβίθια. καλαμπόκι, σιτάρι και όποια άλλα όσπρια μπορούσε ο καθένας να βάλει στην κατσαρόλα, προσθέτοντας και λίγη ζάχαρη. Η ανομοιογένεια των προς βράση υλικών απαιτούσε αρκετή ώρα, μιας και δεν υπήρχαν τότε οι κατσαρόλες γρήγορου βρασμού (χύτρες) για να βράσουν, με αποτέλεσμα να μένουν στη φωτιά αρκετό χρόνο. Αυτό απαιτούσε συνεχή τροφοδοσία της φωτιάς. Αφού η φωτιά άναβε, τότε τοποθετούσαν πάνω στην «πυροστιά» την κατσαρόλα με τα μπόλια και έπρεπε να διατηρηθεί η φωτιά όλη τη νύχτα για να σιγοβράσουν τα μπόλια. Έτσι λοιπόν έπρεπε να μείνει ένας να «λαγοκοιμάται» δίπλα στη γωνιά και να τροφοδοτεί την φωτιά με ξύλα όλη την νύχτα. Την άλλη μέρα "τα μπόλια" είχαν βράσει και σερβίρονταν κανονικά στο μεσημεριανό τραπέζι σαν κυρίως πιάτο. Επειδή συνήθως ήταν αρκετά τα μπόλια οι νοικοκυρές προσέφεραν και στα γειτονικά σπίτια ανταλλάσσοντας πιάτα για να κάνουν και τη σύγκριση ανάμεσά τους. Τελειώνοντας επισημαίνουμε ότι η γνώση και η μελέτη των εθίμων, που διατηρούνται και ασκούνται κυρίως από τις γυναίκες, μάς βοηθάει να κατανοήσουμε τον απλό άνθρωπο της υπαίθρου, τις ελπίδες, τις αντιλήψεις και τους φόβους του, για τον ορατό και τον αόρατο κόσμο που τον περιβάλλει. Τα πατροπαράδοτα έθιμα είναι μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. |