ΑΡΧΙΚΗ

Μικρές οθόνες στο Δολό…

Αξιολόγηση Χρήστη: 0 / 5

Αστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια ΑνενεργάΑστέρια Ανενεργά
 

Δημοσιεύουμε ένα κείμενο - παρουσίαση της εκδήλωσης που πραγματοποιήθηκε στο Δολό στις 16 Αυγούστου 2019, από τον φίλο του χωριού Μιχάλη Αράπογλου:

Στις 16 Αυγούστου 2019 πραγματοποιήθηκε στο Δολό εκδήλωση με αντικείμενο ερασιτεχνικές ταινίες μικρού μήκους, διάρκειας από 3΄ έως 5΄ πρώτα λεπτά της ώρας. Οι ταινίες, υποχρεωτικά, είχαν για θέμα τις συναισθηματικές καταστάσεις, που προκαλεί το Δολό στους μόνιμους κατοίκους του, στους καταγόμενους απ’ αυτό, στους φίλους του και, βέβαια, στους επισκέπτες του. Η συμμετοχή μικρού μήκους ταινιών – έξη συνολικά και μία εκτός συναγωνισμού λόγω μεγάλου μήκους – ήταν σημαντική, αν σκεφθεί κανείς, πως η εκδήλωση σχεδιάστηκε, οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά. Επίσης, χαρακτηριστικό στοιχείο της εκδήλωσης υπήρξε ο χώρος προβολής των ταινιών, που ήταν η αυλή του επισκευασμένου πλέον δημοτικού σχολείου, και, η οποία γέμισε από θεατές όλων των ηλικιών. Σημειώνεται, ακόμη, πως η σειρά παρουσίασης των ταινιών, που ακολουθεί, δεν έχει καμία απολύτως σχέση με την αξιολόγηση ή βαθμολόγησή τους. Ας δούμε, όμως, τώρα, μία μία τις ταινίες της εκδήλωσης.

Η ταινία ‘Χωρισμένο στα τρία’ της Χαρούλας Παγούνη, σε μουσική Δανάη Γκαιφυλιά παρουσίασε ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον, τόσο από την εμπνευσμένη αυθεντική μουσική της – ήχοι από κτύπους σε γυάλινα ποτήρια – όσο και από τη λυρική εμφάνιση των συντελεστών της. Χωρισμένο στα τρία, εκεί όπου προβάλλονται θηλυκές οπτασίες, εκεί όπου ονειρεμένες χορεύουν στα χωράφια, εκεί όπου εμφανίζονται χειροπιαστές κόρες, εκεί όπου πίνουν τσίπουρο στο καφενείο. Τρία πραγματικά κορίτσια ή μήπως όχι, τρία πραγματικά τσίπουρα ή μήπως όχι, τρία πραγματικά χωράφια ή μήπως όχι, ιδού η απορία. Ιδού και τρεις χρόνοι τους, ασπρόμαυροι, χωρισμένοι στα τρία, ιδού και τα γήινα συναισθήματά τους, έγχρωμα, χωρισμένα στα τρία.

Σε κλίμα αγωνίας κύλησε το ‘Έγκλημα στο Δολό’ της Μυρτώς Χρήστου. Ένα ασπρόμαυρο μυστήριο, καλυμμένο με κάπα βοσκού, πλανιέται στους λόγγους και τα δολιώτικα μαντριά. Η έρευνα ξεκινά αμέσως. Ποιος διέπραξε το έγκλημα; Ποιος είναι ο εγκληματίας; Που κρύβεται; Ένα λευκό πέπλο μαύρου μυστηρίου, μια βαριά κάπα βοσκού, ένα σάϊσμα, σκεπάζει τα πάντα. Τι τελικώς αυξάνει το ενδιαφέρον και την αγωνία του θεατή; Το ασπρόμαυρο ή το μαυρόασπρο μυστήριο, το γίδινο μαλλί ή η μαύρη νύχτα; Κάνεις δεν ξέρει. Ο χρόνος κυλά, ώσπου, στα γραφεία της τοπικής αστυνομίας μια παρέλαση υπόπτων βρίσκεται σε εξέλιξη. Όλοι οι ανακρινόμενοι φωτογραφίζονται και στις φωτογραφίες τους σημειώνεται το όνομα και το παρατσούκλι τους. Όλοι τους είναι ύποπτοι, αλλά, μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου. Ο θεατής μένει χωρίς καμία απολύτως απάντηση, χωρίς το όνομα του εγκληματία, χωρίς τη φωτογραφία του. Το τέλος της ταινίας είναι αινιγματικό, από τους υπόπτους κανείς δεν είναι ένοχος και ο θεατής καλείται, στην ουσία, να βρει τον ένοχο μόνος του.

Η παράλογη συζήτηση του Μιχάλη με τον Βασίλη στο ‘Δολό – Μια συζήτηση, πολλά ερωτήματα, μία απάντηση’ σε αυθεντική μουσική του Ηλία, αφού, εκ πρώτης όψεως, θέτει πολλά ερωτήματα λογικά, αναζητά μια απάντηση για τον πόλεμο, μέσα από ένα θέατρο του παραλόγου. Τι είναι πόλεμος; Ποιος κάνει πόλεμο; Ποιοι πάνε στον πόλεμο; Ποια είναι τα όπλα τους; Ποιος και τι τελικά κρύβεται πίσω από τον πόλεμο; Ποιος και σε ποιους πουλάει τρύπιες αρβύλες κι άλλα μεταχειρισμένα πολεμικά όπλα; Ποιες είναι οι δυνάμεις, τα κράτη, οι χώρες, οι συμμαχίες που συγκρούονται; Είναι μικρές, μεγάλες ή μικρές και μεγάλες; Την απάντηση θα δώσουν: α) μία οβίρα, β) τα κρουστά του Μιχάλη και του Βασίλη και γ) ο Μαξ, ένα λαμπραντόρ από το Δολό, που φαίνεται, να αδυνατεί, όπως εξ άλλου και οι όλοι θεατές, να διαμαρτυρηθούν και να σταματήσουν τον πόλεμο. 

Η ‘Μνήμη’ του Σταύρου Παπαδόπουλου είναι μια ταινία μικρού μήκους γεμάτη δολιώτικα συναισθήματα. Στο καφενείο του χωριού μια μουσική παρέα, θα λέγαμε μια ζυγιά, γλεντά με τοπικά τραγούδια. Η ατμόσφαιρα φορτίζεται με έγχρωμο μουσικό παρελθόν. Η ενδυματολογία των μουσικών προδίδει την εποχή των γυρισμάτων. Ένα παιδί αμούστακο, το κλαρίνο της μουσικής κομπανίας, σκορπά γύρω του μουσική, ήχους του βουνού και συναίσθημα ενθουσιασμού. Ο χρόνος είναι πολύ σκληρός με τον άνθρωπο. Πάντα προχωρά μπροστά και ποτέ δεν γυρίζει πίσω. Αυτό το ξέρει ο άνθρωπος και γι’ αυτό σκαρφίστηκε την 7η τέχνη, την τέχνη του κινηματογράφου, μια τέχνη, που σταματά τον χρόνο εκεί που θέλει ο άνθρωπος. Το τέλος της ταινίας ‘Μνήμη’ έρχεται γρήγορα, δημιουργώντας στον θεατή την ανάγκη για μερικές εικόνες ακόμη.

Τα ‘Παγουνάκια’ στην εκπομπή της ΕΡΤ2 ‘Χίλια χρώματα του Χρήστου’ σε επεξεργασία Άγγελου Κούρου εκπλήσσουν το κοινό με την εξυπνάδα τους, αλλά και καταδεικνύουν ένα σοβαρό θέμα, που αντιμετωπίζει η ελληνική επαρχία και, εν προκειμένω, το Δολό. Πως είναι δυνατόν ένας δημοσιογράφος της ΕΡΤ2 να μη γνωρίζει, όχι μόνο που βρίσκεται το Δολό, αλλά και να αγνοεί ακόμη και την ύπαρξή του; Και, πως γίνεται, ο ίδιος δημοσιογράφος να μη γνωρίζει το χωριό, που ένας πρωθυπουργός της χώρας περνά σ’ αυτό τις διακοπές του; Η βλακεία είναι αήττητη, ίσως και η αγραμματοσύνη, γι’ αυτό όλες οι υποθέσεις από τους θεατές για τον δημοσιογράφο είναι πιθανές.

‘Οι Δολιώτες τραγουδιστές’ του Γιώργου Μποτίνη αναδεικνύουν ένα σημαντικό στοιχείο του Δολού. Ναι! Όλες σχεδόν οι Δολιώτισσες και όλοι σχεδόν οι Δολιώτες τραγουδούν. Όπως φαίνεται, οι ευκαιρίες για τραγούδι ούτε σπάνιες είναι ούτε λίγες. Ονομαστικές γιορτές, γάμοι, βαφτίσια, πανηγύρια και μικρές παρέες αποτελούν τις αφορμές για ένα τραγουδάκι. Το τσίπουρο και ο μεζές δεν λείπουν. Και, στο Δολό, με την όρεξη που τραγουδιέται η χαρά, με την ίδια όρεξη τραγουδιέται και η λύπη. Μέσα ενθυμήματα, έξω συναισθήματα, πάνω στα τραπεζάκια του χωριού χωρίς ντροπή απλωμένα.

Θα κλείσουμε την σύντομη παρουσία των ταινιών μικρού μήκους στο Δολό, αφιερώνοντας μερικές σειρές και στην ταινία μεγάλου μήκους του Άγγελου Κούρου ‘Ο Σεβαστός’. Εκτός συναγωνισμού, βέβαια, η ταινία καταγράφει τη νοσταλγία του χωριού καταγωγής, ενώ παράλληλα, συγκρίνει ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του αστικού και αγροτικού χώρου. Κι όπως λέει και το λαϊκό άσμα: δυο πόρτες έχει η ζωή, άνοιξα τη μια και μπήκα, κι ώσπου να ρθεί το δειλινό, από την άλλη βγήκα. Τα άσχημα και τα όμορφα της επί γης ζωής μας. Τα πρώτα γίνονται δεσμά μας, τα δεύτερα η λύτρωσή μας. Τυχεροί αυτοί, που ξεφεύγουν από τα δεσμά τους, έστω και για λίγες μέρες.

Οι ‘Μικρές οθόνες στο Δολό’ ανοίγουν ένα νέο διάλογο, μια νέα προοπτική. Μπορεί, άραγε, η διοργάνωση να επαναληφθεί και του χρόνου, αν, φυσικά, το αποτέλεσμα της φετινής χρονιάς κρίνεται αρκετά ικανοποιητικό; Κι ακόμη, υπάρχουν, άραγε, τόσα θέματα, ώστε η συνέχειά της να είναι εφικτή; Και, επί πλέον, πόσα συναισθήματα μπορεί να δημιουργήσει το Δολό, ώστε και η επάρκεια των θεμάτων να είναι εξασφαλισμένη, αλλά και ο αριθμός των φιλόδοξων ερασιτεχνών σκηνοθετών και άλλων καλλιτεχνών να αυξάνει συνεχώς; Μάλλον, μια επανάληψη το καλοκαίρι του 2020, αν, βέβαια, είναι επιθυμητή, ίσως δείξει, τι μπορεί, να πραγματοποιηθεί απ’ όλα αυτά. Εμείς ευχόμαστε τα καλύτερα για το Δολό.